Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποβολή
ἀποβολιμαῖος
ἀποβόσκομαι
ἀποβουκολέω
ἀποβράσσω
ἀποβρίζω
ἀποβώμιος
ἀπογεισόω
ἀπογεύομαι
ἀπογεφῡρόω
ἀπογηράσκω
ἀπογίγνομαι
ἀπογιγνώσκω
ἀπογλαυκόομαι
ἀπόγνοια
ἀπόγνωσις
ἀπόγονος
ἀπογραφή
ἀπογράφω
ἀπογυιόω
ἀπογυμνάζω
View word page
ἀπο-γηράσκω
ἀπογηράσκωvb become elderlyThgn.

ShortDef

to grow old

Debugging

Headword:
ἀπογηράσκω
Headword (normalized):
ἀπογηράσκω
Headword (normalized/stripped):
απογηρασκω
IDX:
6843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6844
Key:
ἀπογηράσκω

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-γηράσκω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>γηράσκω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>become elderly</Tr><Au>Thgn.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀπογηράσκω'}