Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποβλέπω
ἀποβλητέος
ἀπόβλητος
ἀποβλίττω
ἀποβλύζω
ἀποβλώσκω
ἀποβολεύς
ἀποβολή
ἀποβολιμαῖος
ἀποβόσκομαι
ἀποβουκολέω
ἀποβράσσω
ἀποβρίζω
ἀποβώμιος
ἀπογεισόω
ἀπογεύομαι
ἀπογεφῡρόω
ἀπογηράσκω
ἀπογίγνομαι
ἀπογιγνώσκω
ἀπογλαυκόομαι
View word page
ἀπο-βουκολέω
ἀποβουκολέωcontr.vb fig., of a grandfathercarelessly shepherdlet straya young manX.

ShortDef

to let cattle stray: to lose

Debugging

Headword:
ἀποβουκολέω
Headword (normalized):
ἀποβουκολέω
Headword (normalized/stripped):
αποβουκολεω
IDX:
6836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6837
Key:
ἀποβουκολέω

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-βουκολέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>βουκολέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>fig., of a grandfather</Indic><Def>carelessly shepherd</Def><Tr>let stray</Tr><Obj>a young man<Au>X.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀποβουκολέω'}