Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποβλάστημα
ἀπόβλεπτος
ἀποβλέπω
ἀποβλητέος
ἀπόβλητος
ἀποβλίττω
ἀποβλύζω
ἀποβλώσκω
ἀποβολεύς
ἀποβολή
ἀποβολιμαῖος
ἀποβόσκομαι
ἀποβουκολέω
ἀποβράσσω
ἀποβρίζω
ἀποβώμιος
ἀπογεισόω
ἀπογεύομαι
ἀπογεφῡρόω
ἀπογηράσκω
ἀπογίγνομαι
View word page
ἀποβολιμαῖος
ἀποβολιμαῖοςονadjof a cowardly personlikely to be a discarderw.gen.of his weaponsAr.

ShortDef

apt to throw away

Debugging

Headword:
ἀποβολιμαῖος
Headword (normalized):
ἀποβολιμαῖος
Headword (normalized/stripped):
αποβολιμαιος
IDX:
6834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6835
Key:
ἀποβολιμαῖος

Data

{'headword_display': '<b>ἀποβολιμαῖος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀποβολιμαῖος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a cowardly person</Indic><Tr>likely to be a discarder<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of his weapons</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀποβολιμαῖος'}