Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποβάλλω
ἀποβάπτω
ἀποβᾱ́ς
ἀπόβασις
ἀποβάτης
ἀποβιάζομαι
ἀποβιβάζω
ἀποβλάπτω
ἀποβλαστάνω
ἀποβλάστημα
ἀπόβλεπτος
ἀποβλέπω
ἀποβλητέος
ἀπόβλητος
ἀποβλίττω
ἀποβλύζω
ἀποβλώσκω
ἀποβολεύς
ἀποβολή
ἀποβολιμαῖος
ἀποβόσκομαι
View word page
ἀπόβλεπτος
ἀπόβλεπτοςονadjἀποβλέπω of a womanwidely admiredE.

ShortDef

gazed on by all, admired

Debugging

Headword:
ἀπόβλεπτος
Headword (normalized):
ἀπόβλεπτος
Headword (normalized/stripped):
αποβλεπτος
IDX:
6825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6826
Key:
ἀπόβλεπτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀπόβλεπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀπόβλεπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀποβλέπω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a woman</Indic><Tr>widely admired</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀπόβλεπτος'}