Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποβαίνω
ἀποβάλλω
ἀποβάπτω
ἀποβᾱ́ς
ἀπόβασις
ἀποβάτης
ἀποβιάζομαι
ἀποβιβάζω
ἀποβλάπτω
ἀποβλαστάνω
ἀποβλάστημα
ἀπόβλεπτος
ἀποβλέπω
ἀποβλητέος
ἀπόβλητος
ἀποβλίττω
ἀποβλύζω
ἀποβλώσκω
ἀποβολεύς
ἀποβολή
ἀποβολιμαῖος
View word page
ἀποβλάστημα
ἀποβλάστημαατοςn offspring, offshootw.gen.of any living thingPl.

ShortDef

a shoot, scion

Debugging

Headword:
ἀποβλάστημα
Headword (normalized):
ἀποβλάστημα
Headword (normalized/stripped):
αποβλαστημα
IDX:
6824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6825
Key:
ἀποβλάστημα

Data

{'headword_display': '<b>ἀποβλάστημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀποβλάστημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>offspring, offshoot<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of any living thing</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀποβλάστημα'}