Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ἄπνοος
ἀπό
ἄπο
ἄπο
ἀποαίνυμαι
ἀποαίρεο
ἀποβάθρᾱ
ἀποβαίνω
ἀποβάλλω
ἀποβάπτω
ἀποβᾱ́ς
ἀπόβασις
ἀποβάτης
ἀποβιάζομαι
ἀποβιβάζω
ἀποβλάπτω
ἀποβλαστάνω
ἀποβλάστημα
ἀπόβλεπτος
ἀποβλέπω
ἀποβλητέος
View word page
ἀποβᾱ́ς
ἀποβᾱ́ς
athem.aor.ptcpl.
see
ἀποβαίνω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀποβᾱ́ς
Headword (normalized):
ἀποβᾱ́ς
Headword (normalized/stripped):
αποβας
IDX:
6817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6818
Key:
ἀποβᾱ́ς
Data
{'headword_display': '<b>ἀποβᾱ́ς</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἀποβᾱ́ς<LblR>athem.aor.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἀποβαίνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀποβᾱ́ς'}