Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπολέμητος
ἀπόλεμος
ἀπολεπτῡ́νομαι
ἀπολέπω
ἀπολέσθαι
ἀπολευκαίνω
ἀπολήγω
ἀποληρέω
ἀπόληψις
ἀπολιβάζω
ἀπολιγαίνω
ἄπολις
ἀπολισθάνω
ἀπολιταργίζω
ἀπολῑ́τευτος
ἀπολιχμάομαι
ἀπολλήγω
ἀπόλλῡμι
Ἀπόλλων
ἀπολογέομαι
ἀπολόγημα
View word page
ἀπο-λιγαίνω
ἀπολιγαίνωvb protest shrillyAr.

ShortDef

to scream aloud, be obstreperous

Debugging

Headword:
ἀπολιγαίνω
Headword (normalized):
ἀπολιγαίνω
Headword (normalized/stripped):
απολιγαινω
IDX:
67
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-68
Key:
ἀπολιγαίνω

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-λιγαίνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>λιγαίνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>protest shrilly</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀπολιγαίνω'}