Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπεχθάνομαι
ἀπέχθεια
ἀπέχθημα
ἀπεχθής
ἀπεχθητικός
ἀπέχθομαι
ἀπέχω
ἀπέψω
ἀπέωσα
ἀπηγέομαι
ἀπήγημα
ἀπήγησις
ἀπηγόρημα
ἀπηθέω
ἀπηλεγέω
ἀπηλεγέως
ἀπῆλθον
ἀπηλιαστής
ἀπῆλιξ
ἀπηλιώτης
ἀπήμαντος
View word page
ἀπήγημα
ἀπήγημαατοςIon.nἀφηγέομαι story, taleHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπήγημα
Headword (normalized):
ἀπήγημα
Headword (normalized/stripped):
απηγημα
IDX:
6731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6732
Key:
ἀπήγημα

Data

{'headword_display': '<b>ἀπήγημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀπήγημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>Ion.n</PS><Ety><Ref>ἀφηγέομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>story, tale</Tr><Au>Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀπήγημα'}