Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπεσσεῖται
ἀπεσσεύοντο
ἀπέστην
ἀπέστιχον
ἀπεστώ
ἀπευθής
ἀπευθῡ́νω
ἀπευκτός
ἀπεύχετος
ἀπεύχομαι
ἀπεφάργνυσα
ἀπέφθιθεν
ἄπεφθος
ἀπεχθαίρω
ἀπεχθάνομαι
ἀπέχθεια
ἀπέχθημα
ἀπεχθής
ἀπεχθητικός
ἀπέχθομαι
ἀπέχω
View word page
ἀπεφάργνυσα
ἀπεφάργνυσαAtt.3sg.aor.seeἀποφράττω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπεφάργνυσα
Headword (normalized):
ἀπεφάργνυσα
Headword (normalized/stripped):
απεφαργνυσα
IDX:
6717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6718
Key:
ἀπεφάργνυσα

Data

{'headword_display': '<b>ἀπεφάργνυσα</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἀπεφάργνυσα<LblR>Att.3sg.aor.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἀποφράττω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀπεφάργνυσα'}