Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπεριμερίμνως
ἀπερινοήτως
ἀπερίοπτος
ἀπερίσκεπτος
ἀπερίσπαστος
ἀπερίστατος
ἀπερίτμητος
ἀπερίτροπος
ἀπέρξα
ἀπέρρω
ἀπερυθριάω
ἀπερῡ́κω
ἀπερύω
ἀπέρχομαι
ἀπερῶ
ἀπερωεύς
ἀπερωέω
ἀπερωπός
ἀπέσβην
ἀπεσθίω
ἀπεσσεῖται
View word page
ἀπ-ερυθριάω
ἀπερυθριάωcontr.vb be free from blushesbe unashamedto do sthg.Ar.

ShortDef

to put away blushes, to be past blushing

Debugging

Headword:
ἀπερυθριάω
Headword (normalized):
ἀπερυθριάω
Headword (normalized/stripped):
απερυθριαω
IDX:
6697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6698
Key:
ἀπερυθριάω

Data

{'headword_display': '<b>ἀπ-ερυθριάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπ<hyph/>ερυθριάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Def>be free from blushes</Def><Tr>be unashamed<Expl>to do sthg.</Expl></Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀπερυθριάω'}