Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπερητύω
ἀπεριήγητος
ἀπεριλάλητος
ἀπερίληπτος
ἀπεριμερίμνως
ἀπερινοήτως
ἀπερίοπτος
ἀπερίσκεπτος
ἀπερίσπαστος
ἀπερίστατος
ἀπερίτμητος
ἀπερίτροπος
ἀπέρξα
ἀπέρρω
ἀπερυθριάω
ἀπερῡ́κω
ἀπερύω
ἀπέρχομαι
ἀπερῶ
ἀπερωεύς
ἀπερωέω
View word page
ἀ-περίτμητος
περίτμητοςονadjπεριτέμνω fig., of disobedient Jewsuncircumcisedw.dat.in their hearts and earsNT.

ShortDef

uncircumcised

Debugging

Headword:
ἀπερίτμητος
Headword (normalized):
ἀπερίτμητος
Headword (normalized/stripped):
απεριτμητος
IDX:
6693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6694
Key:
ἀπερίτμητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-περίτμητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>περίτμητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>περιτέμνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>fig., of disobedient Jews</Indic><Tr>uncircumcised<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>in their hearts and ears</Expl></Tr><Au>NT.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀπερίτμητος'}