Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπερημόομαι
ἀπερητύω
ἀπεριήγητος
ἀπεριλάλητος
ἀπερίληπτος
ἀπεριμερίμνως
ἀπερινοήτως
ἀπερίοπτος
ἀπερίσκεπτος
ἀπερίσπαστος
ἀπερίστατος
ἀπερίτμητος
ἀπερίτροπος
ἀπέρξα
ἀπέρρω
ἀπερυθριάω
ἀπερῡ́κω
ἀπερύω
ἀπέρχομαι
ἀπερῶ
ἀπερωεύς
View word page
ἀ-περίστατος
περίστατοςονadj not surroundedfig., of periods of peaceuncloudedby troubles, threatsPlb.

ShortDef

unguarded, solitary

Debugging

Headword:
ἀπερίστατος
Headword (normalized):
ἀπερίστατος
Headword (normalized/stripped):
απεριστατος
IDX:
6692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6693
Key:
ἀπερίστατος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-περίστατος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>περίστατος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Def>not surrounded</Def><aS2><Indic>fig., of periods of peace</Indic><Tr>unclouded<Expl>by troubles, threats</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'ἀπερίστατος'}