Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἁπερεί
ἀπερείδομαι
ἀπερείσιος
ἀπερημόομαι
ἀπερητύω
ἀπεριήγητος
ἀπεριλάλητος
ἀπερίληπτος
ἀπεριμερίμνως
ἀπερινοήτως
ἀπερίοπτος
ἀπερίσκεπτος
ἀπερίσπαστος
ἀπερίστατος
ἀπερίτμητος
ἀπερίτροπος
ἀπέρξα
ἀπέρρω
ἀπερυθριάω
ἀπερῡ́κω
ἀπερύω
View word page
ἀ-περίοπτος
περίοπτοςονadj pejor.without regardw.gen.for anythingTh.

ShortDef

unregarding, reckless of

Debugging

Headword:
ἀπερίοπτος
Headword (normalized):
ἀπερίοπτος
Headword (normalized/stripped):
απεριοπτος
IDX:
6689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6690
Key:
ἀπερίοπτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-περίοπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>περίοπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>pejor.</Indic><Tr>without regard<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>for anything</Expl></Tr><Au>Th.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀπερίοπτος'}