Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπεργαστικός
ἀπέργω
ἀπέρδω
ἁπερεί
ἀπερείδομαι
ἀπερείσιος
ἀπερημόομαι
ἀπερητύω
ἀπεριήγητος
ἀπεριλάλητος
ἀπερίληπτος
ἀπεριμερίμνως
ἀπερινοήτως
ἀπερίοπτος
ἀπερίσκεπτος
ἀπερίσπαστος
ἀπερίστατος
ἀπερίτμητος
ἀπερίτροπος
ἀπέρξα
ἀπέρρω
View word page
ἀ-περίληπτος
περίληπτοςονadjπεριληπτός not circumscribedneut.sb.lack of limitationw.gen.in someone's powerPlu.

ShortDef

uncircumscribed

Debugging

Headword:
ἀπερίληπτος
Headword (normalized):
ἀπερίληπτος
Headword (normalized/stripped):
απεριληπτος
IDX:
6686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6687
Key:
ἀπερίληπτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-περίληπτος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>περίληπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>περιληπτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>not circumscribed</Def><SGrm><GLbl>neut.sb.</GLbl><Def>lack of limitation<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>in someone's power</Expl></Def><Au>Plu.</Au></SGrm></aS1></AE>", 'key': 'ἀπερίληπτος'}