Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπεργασίᾱ
ἀπεργαστικός
ἀπέργω
ἀπέρδω
ἁπερεί
ἀπερείδομαι
ἀπερείσιος
ἀπερημόομαι
ἀπερητύω
ἀπεριήγητος
ἀπεριλάλητος
ἀπερίληπτος
ἀπεριμερίμνως
ἀπερινοήτως
ἀπερίοπτος
ἀπερίσκεπτος
ἀπερίσπαστος
ἀπερίστατος
ἀπερίτμητος
ἀπερίτροπος
ἀπέρξα
View word page
ἀ-περιλάλητος
περιλάλητοςονadjπεριλαλέω of Aeschylusunskilled in discursive chatterAr.

ShortDef

not to be out-talked

Debugging

Headword:
ἀπεριλάλητος
Headword (normalized):
ἀπεριλάλητος
Headword (normalized/stripped):
απεριλαλητος
IDX:
6685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6686
Key:
ἀπεριλάλητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-περιλάλητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>περιλάλητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>περιλαλέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Aeschylus</Indic><Tr>unskilled in discursive chatter</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀπεριλάλητος'}