Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπέπνευσα
ἀπεπτάμην
ἅπερ
ᾇπερ
ἀπέραντος
ἀπέρᾱτος
ἀπεράω
ἀπεργάζομαι
ἀπεργασίᾱ
ἀπεργαστικός
ἀπέργω
ἀπέρδω
ἁπερεί
ἀπερείδομαι
ἀπερείσιος
ἀπερημόομαι
ἀπερητύω
ἀπεριήγητος
ἀπεριλάλητος
ἀπερίληπτος
ἀπεριμερίμνως
View word page
ἀπέργω
ἀπέργωIon.vbἀπεργμένοςIon.pf.pass.ptcpl.seeἀπείργω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπέργω
Headword (normalized):
ἀπέργω
Headword (normalized/stripped):
απεργω
IDX:
6677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6678
Key:
ἀπέργω

Data

{'headword_display': '<b>ἀπέργω</b>', 'content': '<XE> <HG><HL>ἀπέργω</HL><PS>Ion.vb</PS></HG><RefFm>ἀπεργμένος<LblR>Ion.pf.pass.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἀπείργω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀπέργω'}