Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄπεπλος
ἀπέπνευσα
ἀπεπτάμην
ἅπερ
ᾇπερ
ἀπέραντος
ἀπέρᾱτος
ἀπεράω
ἀπεργάζομαι
ἀπεργασίᾱ
ἀπεργαστικός
ἀπέργω
ἀπέρδω
ἁπερεί
ἀπερείδομαι
ἀπερείσιος
ἀπερημόομαι
ἀπερητύω
ἀπεριήγητος
ἀπεριλάλητος
ἀπερίληπτος
View word page
ἀπεργαστικός
ἀπεργαστικόςή όνadjof geometryproductivew.gen.of philosophical thoughtPl.

ShortDef

fit for finishing, causing

Debugging

Headword:
ἀπεργαστικός
Headword (normalized):
ἀπεργαστικός
Headword (normalized/stripped):
απεργαστικος
IDX:
6676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6677
Key:
ἀπεργαστικός

Data

{'headword_display': '<b>ἀπεργαστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀπεργαστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of geometry</Indic><Tr>productive<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of philosophical thought</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀπεργαστικός'}