Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπέλεθρος
ἀπελευθερικός
ἀπελεύθερος
ἀπελευθερόω
ἀπελευθέρωσις
ἀπελθεῖν
ἀπέλκω
ἀπελλάζω
ἀπέλου
ἀπελπίζω
ἀπελπισμός
ἀπεμέω
ἀπεμπολάω
ἀπεμπολή
ἀπεμφαίνω
ἀπέναντι
ἀπεναντίον
ἀπεναρίζω
ἀπένασσα
ἀπενέπω
ἀπένθεια
View word page
ἀπελπισμός
ἀπελπισμόςοῦm hopelessnessPlb.

ShortDef

hope-lessness, despair

Debugging

Headword:
ἀπελπισμός
Headword (normalized):
ἀπελπισμός
Headword (normalized/stripped):
απελπισμος
IDX:
6646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6647
Key:
ἀπελπισμός

Data

{'headword_display': '<b>ἀπελπισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀπελπισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>hopelessness</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀπελπισμός'}