Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄπειστος
ἀπέκιξαν
ἀπεκλανθάνομαι
ἀπελαύνω
ἀπελεγμός
ἀπελέγχω
ἀπέλεθρος
ἀπελευθερικός
ἀπελεύθερος
ἀπελευθερόω
ἀπελευθέρωσις
ἀπελθεῖν
ἀπέλκω
ἀπελλάζω
ἀπέλου
ἀπελπίζω
ἀπελπισμός
ἀπεμέω
ἀπεμπολάω
ἀπεμπολή
ἀπεμφαίνω
View word page
ἀπελευθέρωσις
ἀπελευθέρωσιςεωςf emancipation, manumissionsts. w.gen. of slavesD. Plu.

ShortDef

emancipation

Debugging

Headword:
ἀπελευθέρωσις
Headword (normalized):
ἀπελευθέρωσις
Headword (normalized/stripped):
απελευθερωσις
IDX:
6640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6641
Key:
ἀπελευθέρωσις

Data

{'headword_display': '<b>ἀπελευθέρωσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀπελευθέρωσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>emancipation, manumission<Expl>sts. <GLbl>w.gen.</GLbl> of slaves</Expl></Tr><Au>D. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀπελευθέρωσις'}