Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπείρων
ἀπείρων
ἀπείς
ἄπειστος
ἀπέκιξαν
ἀπεκλανθάνομαι
ἀπελαύνω
ἀπελεγμός
ἀπελέγχω
ἀπέλεθρος
ἀπελευθερικός
ἀπελεύθερος
ἀπελευθερόω
ἀπελευθέρωσις
ἀπελθεῖν
ἀπέλκω
ἀπελλάζω
ἀπέλου
ἀπελπίζω
ἀπελπισμός
ἀπεμέω
View word page
ἀπελευθερικός
ἀπελευθερικόςή όνadjἀπελεύθερος of a manwith freedman statusPlu.

ShortDef

in the condition of a freedman

Debugging

Headword:
ἀπελευθερικός
Headword (normalized):
ἀπελευθερικός
Headword (normalized/stripped):
απελευθερικος
IDX:
6637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6638
Key:
ἀπελευθερικός

Data

{'headword_display': '<b>ἀπελευθερικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀπελευθερικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀπελεύθερος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a man</Indic><Tr>with freedman status</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀπελευθερικός'}