Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ᾱ̓́πειρος
ἀπειροσύνη
ἀπείρω
ἀπείρων
ἀπείρων
ἀπείς
ἄπειστος
ἀπέκιξαν
ἀπεκλανθάνομαι
ἀπελαύνω
ἀπελεγμός
ἀπελέγχω
ἀπέλεθρος
ἀπελευθερικός
ἀπελεύθερος
ἀπελευθερόω
ἀπελευθέρωσις
ἀπελθεῖν
ἀπέλκω
ἀπελλάζω
ἀπέλου
View word page
ἀπελεγμός
ἀπελεγμόςοῦmἀπελέγχω disreputeof a tradeNT.

ShortDef

refutation: disrepute

Debugging

Headword:
ἀπελεγμός
Headword (normalized):
ἀπελεγμός
Headword (normalized/stripped):
απελεγμος
IDX:
6634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6635
Key:
ἀπελεγμός

Data

{'headword_display': '<b>ἀπελεγμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀπελεγμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ἀπελέγχω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>disrepute<Expl>of a trade</Expl></Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀπελεγμός'}