Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπειρόδακρυς
ἀπειρόδροσος
ἀπειρόκακος
ἀπειροκαλίᾱ
ἀπειρόκαλος
ἀπειρολεχής
ἀπειρομάχᾱς
ἄπειρος
ἄπειρος
ᾱ̓́πειρος
ἀπειροσύνη
ἀπείρω
ἀπείρων
ἀπείρων
ἀπείς
ἄπειστος
ἀπέκιξαν
ἀπεκλανθάνομαι
ἀπελαύνω
ἀπελεγμός
ἀπελέγχω
View word page
ἀπειροσύνη
ἀπειροσύνηηςfἀπείρων1 inexperience, ignoranceE.

ShortDef

inexperience

Debugging

Headword:
ἀπειροσύνη
Headword (normalized):
ἀπειροσύνη
Headword (normalized/stripped):
απειροσυνη
IDX:
6625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6626
Key:
ἀπειροσύνη

Data

{'headword_display': '<b>ἀπειροσύνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀπειροσύνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἀπείρων<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>inexperience, ignorance</Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀπειροσύνη'}