Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπείρητος
ἀπειρίᾱ
ἀπειρίᾱ
ἀπείριτος
ἀπειρόδακρυς
ἀπειρόδροσος
ἀπειρόκακος
ἀπειροκαλίᾱ
ἀπειρόκαλος
ἀπειρολεχής
ἀπειρομάχᾱς
ἄπειρος
ἄπειρος
ᾱ̓́πειρος
ἀπειροσύνη
ἀπείρω
ἀπείρων
ἀπείρων
ἀπείς
ἄπειστος
ἀπέκιξαν
View word page
ἀπειρο-μάχᾱς
ἀπειρομάχᾱςdial.masc.adjμάχη inexperienced in battlePi.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπειρομάχᾱς
Headword (normalized):
ἀπειρομάχᾱς
Headword (normalized/stripped):
απειρομαχας
IDX:
6621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6622
Key:
ἀπειρομάχᾱς

Data

{'headword_display': '<b>ἀπειρο-μάχᾱς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀπειρο<hyph/>μάχᾱς</HL><Infl>ᾱ</Infl><PS>dial.masc.adj</PS><Ety><Ref>μάχη</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>inexperienced in battle</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀπειρομάχᾱς'}