Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπείργω
ἀπειρέσιος
ἀπείρηκα
ἀπείρητος
ἀπειρίᾱ
ἀπειρίᾱ
ἀπείριτος
ἀπειρόδακρυς
ἀπειρόδροσος
ἀπειρόκακος
ἀπειροκαλίᾱ
ἀπειρόκαλος
ἀπειρολεχής
ἀπειρομάχᾱς
ἄπειρος
ἄπειρος
ᾱ̓́πειρος
ἀπειροσύνη
ἀπείρω
ἀπείρων
ἀπείρων
View word page
ἀπειροκαλίᾱ
ἀπειροκαλίᾱᾱςfἀπειρόκαλος lack of good tastePl. Arist. Plu. vulgarityassoc.w. traders, a royal courtX. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπειροκαλίᾱ
Headword (normalized):
ἀπειροκαλίᾱ
Headword (normalized/stripped):
απειροκαλια
IDX:
6618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6619
Key:
ἀπειροκαλίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἀπειροκαλίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀπειροκαλίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἀπειρόκαλος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>lack of good taste</Tr><Au>Pl. Arist. Plu.</Au></nS1> <nS1><Tr>vulgarity<Expl>assoc.w. traders, a royal court</Expl></Tr><Au>X. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀπειροκαλίᾱ'}