Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπείρᾱτος
ἀπείργασμαι
ἀπείργω
ἀπειρέσιος
ἀπείρηκα
ἀπείρητος
ἀπειρίᾱ
ἀπειρίᾱ
ἀπείριτος
ἀπειρόδακρυς
ἀπειρόδροσος
ἀπειρόκακος
ἀπειροκαλίᾱ
ἀπειρόκαλος
ἀπειρολεχής
ἀπειρομάχᾱς
ἄπειρος
ἄπειρος
ᾱ̓́πειρος
ἀπειροσύνη
ἀπείρω
View word page
ἀπειρό-δροσος
ἀπειρόδροσοςονadjδρόσος of a desertunused to moisturedesiccatedE.

ShortDef

unused to dew, unbedewed

Debugging

Headword:
ἀπειρόδροσος
Headword (normalized):
ἀπειρόδροσος
Headword (normalized/stripped):
απειροδροσος
IDX:
6616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6617
Key:
ἀπειρόδροσος

Data

{'headword_display': '<b>ἀπειρό-δροσος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀπειρό<hyph/>δροσος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δρόσος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a desert</Indic><Def>unused to moisture</Def><Tr>desiccated</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀπειρόδροσος'}