Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄπειμι
ἀπεῖπον
ἀπειράκις
ἀπείραντος
ἀπείραστος
ἀπείρᾱτος
ἀπείργασμαι
ἀπείργω
ἀπειρέσιος
ἀπείρηκα
ἀπείρητος
ἀπειρίᾱ
ἀπειρίᾱ
ἀπείριτος
ἀπειρόδακρυς
ἀπειρόδροσος
ἀπειρόκακος
ἀπειροκαλίᾱ
ἀπειρόκαλος
ἀπειρολεχής
ἀπειρομάχᾱς
View word page
ἀπείρητος
ἀπείρητοςIon.adjseeἀπείρᾱτος

ShortDef

without making trial of, inexperienced

Debugging

Headword:
ἀπείρητος
Headword (normalized):
ἀπείρητος
Headword (normalized/stripped):
απειρητος
IDX:
6611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6612
Key:
ἀπείρητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀπείρητος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀπείρητος</HL><PS>Ion.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ἀπείρᾱτος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀπείρητος'}