Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπειλή
ἀπείλημα
ἀπείλημμαι
ἀπειλητήρ
ἀπειλητήριος
ἀπειλητικός
ἀπείληφα
ἄπειμι
ἄπειμι
ἀπεῖπον
ἀπειράκις
ἀπείραντος
ἀπείραστος
ἀπείρᾱτος
ἀπείργασμαι
ἀπείργω
ἀπειρέσιος
ἀπείρηκα
ἀπείρητος
ἀπειρίᾱ
ἀπειρίᾱ
View word page
ἀπειράκις
ἀπειράκιςadvἄπειρος2 indefinitely oftenArist.

ShortDef

times without number

Debugging

Headword:
ἀπειράκις
Headword (normalized):
ἀπειράκις
Headword (normalized/stripped):
απειρακις
IDX:
6603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6604
Key:
ἀπειράκις

Data

{'headword_display': '<b>ἀπειράκις</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>ἀπειράκις</HL><PS>adv</PS><Ety><Ref>ἄπειρος<Hm>2</Hm></Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>indefinitely often</Tr><Au>Arist.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'ἀπειράκις'}