Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπείκασμα
ἀπεικότως
ἀπειλέομαι
ἀπειλέω
ἀπειλή
ἀπείλημα
ἀπείλημμαι
ἀπειλητήρ
ἀπειλητήριος
ἀπειλητικός
ἀπείληφα
ἄπειμι
ἄπειμι
ἀπεῖπον
ἀπειράκις
ἀπείραντος
ἀπείραστος
ἀπείρᾱτος
ἀπείργασμαι
ἀπείργω
ἀπειρέσιος
View word page
ἀπείληφα
ἀπείληφαpf.seeἀπολαμβάνω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπείληφα
Headword (normalized):
ἀπείληφα
Headword (normalized/stripped):
απειληφα
IDX:
6599
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6600
Key:
ἀπείληφα

Data

{'headword_display': '<b>ἀπείληφα</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἀπείληφα<LblR>pf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἀπολαμβάνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀπείληφα'}