Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπόλειψις
ἀπόλεκτος
ἀπολέμητος
ἀπόλεμος
ἀπολεπτῡ́νομαι
ἀπολέπω
ἀπολέσθαι
ἀπολευκαίνω
ἀπολήγω
ἀποληρέω
ἀπόληψις
ἀπολιβάζω
ἀπολιγαίνω
ἄπολις
ἀπολισθάνω
ἀπολιταργίζω
ἀπολῑ́τευτος
ἀπολιχμάομαι
ἀπολλήγω
ἀπόλλῡμι
Ἀπόλλων
View word page
ἀπόληψις
ἀπόληψιςεωςfἀπολαμβάνω interceptionw.gen.of enemy soldiersTh.

ShortDef

an intercepting, cutting off

Debugging

Headword:
ἀπόληψις
Headword (normalized):
ἀπόληψις
Headword (normalized/stripped):
αποληψις
IDX:
65
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-66
Key:
ἀπόληψις

Data

{'headword_display': '<b>ἀπόληψις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀπόληψις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἀπολαμβάνω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>interception<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of enemy soldiers</Expl></Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀπόληψις'}