Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπεικάζω
ἀπεικασίᾱ
ἀπείκασμα
ἀπεικότως
ἀπειλέομαι
ἀπειλέω
ἀπειλή
ἀπείλημα
ἀπείλημμαι
ἀπειλητήρ
ἀπειλητήριος
ἀπειλητικός
ἀπείληφα
ἄπειμι
ἄπειμι
ἀπεῖπον
ἀπειράκις
ἀπείραντος
ἀπείραστος
ἀπείρᾱτος
ἀπείργασμαι
View word page
ἀπειλητήριος
ἀπειλητήριοςIon.ηονadj of messagesthreateningHdt.

ShortDef

of/for threatening

Debugging

Headword:
ἀπειλητήριος
Headword (normalized):
ἀπειλητήριος
Headword (normalized/stripped):
απειλητηριος
IDX:
6597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6598
Key:
ἀπειλητήριος

Data

{'headword_display': '<b>ἀπειλητήριος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀπειλητήριος</HL><Infl>ᾱ<VInfl><Lbl>Ion.</Lbl><FmInfl>η</FmInfl></VInfl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of messages</Indic><Tr>threatening</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀπειλητήριος'}