Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ἀπείθην
ἀπειθής
ἀπεικάζω
ἀπεικασίᾱ
ἀπείκασμα
ἀπεικότως
ἀπειλέομαι
ἀπειλέω
ἀπειλή
ἀπείλημα
ἀπείλημμαι
ἀπειλητήρ
ἀπειλητήριος
ἀπειλητικός
ἀπείληφα
ἄπειμι
ἄπειμι
ἀπεῖπον
ἀπειράκις
ἀπείραντος
ἀπείραστος
View word page
ἀπείλημμαι
ἀπείλημμαι
pf.pass.
see
ἀπολαμβάνω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπείλημμαι
Headword (normalized):
ἀπείλημμαι
Headword (normalized/stripped):
απειλημμαι
IDX:
6595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6596
Key:
ἀπείλημμαι
Data
{'headword_display': '<b>ἀπείλημμαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἀπείλημμαι<LblR>pf.pass.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἀπολαμβάνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀπείλημμαι'}