Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπειθέω
ἀπείθην
ἀπειθής
ἀπεικάζω
ἀπεικασίᾱ
ἀπείκασμα
ἀπεικότως
ἀπειλέομαι
ἀπειλέω
ἀπειλή
ἀπείλημα
ἀπείλημμαι
ἀπειλητήρ
ἀπειλητήριος
ἀπειλητικός
ἀπείληφα
ἄπειμι
ἄπειμι
ἀπεῖπον
ἀπειράκις
ἀπείραντος
View word page
ἀπείλημα
ἀπείλημαατοςn threatS.dub.

ShortDef

threat

Debugging

Headword:
ἀπείλημα
Headword (normalized):
ἀπείλημα
Headword (normalized/stripped):
απειλημα
IDX:
6594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6595
Key:
ἀπείλημα

Data

{'headword_display': '<b>ἀπείλημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀπείλημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>threat</Tr><Au>S.<LblR>dub.</LblR></Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀπείλημα'}