Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπεθίζω
ἀπεῖδον
ἀπείθεια
ἀπειθέω
ἀπείθην
ἀπειθής
ἀπεικάζω
ἀπεικασίᾱ
ἀπείκασμα
ἀπεικότως
ἀπειλέομαι
ἀπειλέω
ἀπειλή
ἀπείλημα
ἀπείλημμαι
ἀπειλητήρ
ἀπειλητήριος
ἀπειλητικός
ἀπείληφα
ἄπειμι
ἄπειμι
View word page
ἀπ-ειλέομαι
ἀπειλέομαιpass.contr.vbεἰλέω1aor.ptcpl.
ἀπειληθείς
pf.ptcpl.
ἀπειλημένος
be forcedw.prep.phr.into a difficult situationHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπειλέομαι
Headword (normalized):
ἀπειλέομαι
Headword (normalized/stripped):
απειλεομαι
IDX:
6591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6592
Key:
ἀπειλέομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀπ-ειλέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπ<hyph/>ειλέομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><Ety><Ref>εἰλέω<Hm>1</Hm></Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>aor.ptcpl.</Lbl><Form>ἀπειληθείς</Form></Tns><Tns><Lbl>pf.ptcpl.</Lbl><Form>ἀπειλημένος</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>be forced</Tr><Cmpl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>into a difficult situation<Au>Hdt.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀπειλέομαι'}