Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπέθανον
ἀπεθίζω
ἀπεῖδον
ἀπείθεια
ἀπειθέω
ἀπείθην
ἀπειθής
ἀπεικάζω
ἀπεικασίᾱ
ἀπείκασμα
ἀπεικότως
ἀπειλέομαι
ἀπειλέω
ἀπειλή
ἀπείλημα
ἀπείλημμαι
ἀπειλητήρ
ἀπειλητήριος
ἀπειλητικός
ἀπείληφα
ἄπειμι
View word page
ἀπεικότως
ἀπεικότωςAtt.pf.ptcpl.advἀπεικώςAtt.pf.ptcpl.adjsee underἀπέοικε

ShortDef

unreasonably

Debugging

Headword:
ἀπεικότως
Headword (normalized):
ἀπεικότως
Headword (normalized/stripped):
απεικοτως
IDX:
6590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6591
Key:
ἀπεικότως

Data

{'headword_display': '<b>ἀπεικότως</b>', 'content': '<XE> <HG><HL>ἀπεικότως</HL><PS>Att.pf.ptcpl.adv</PS></HG><HG><HL>ἀπεικώς</HL><PS>Att.pf.ptcpl.adj</PS></HG><XR>see under<Ref>ἀπέοικε</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀπεικότως'}