Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀγρόθεν
ἀγροικίᾱ
ἀγροικίζομαι
ἄγροικος
ἀγροιώτης
ἀγρόμενος
ἀγρόνδε
ἀγρονόμος
ἀγρόνομος
ἀγρός
ἀπαυθᾱδίζομαι
ἀπαυθημερίζω
ἄπαυστος
ἀπαυτομολέω
ἀπαφίσκω
ἀπέβην
ἀπεγνωσμένως
ἀπεδάρην
ἀπέδῑλος
ἀπεδῑ́λωτος
ἄπεδος
View word page
ἀπ-αυθᾱδίζομαι
ἀπαυθᾱδίζομαιmid.vb show bravadoobstinacyPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπαυθᾱδίζομαι
Headword (normalized):
ἀπαυθᾱδίζομαι
Headword (normalized/stripped):
απαυθαδιζομαι
IDX:
6564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6565
Key:
ἀπαυθᾱδίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀπ-αυθᾱδίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπ<hyph/>αυθᾱδίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>show bravado<or/>obstinacy</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀπαυθᾱδίζομαι'}