Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀγριόφωνος
ἀγριόω
ἀγριωπός
ἀγροβάτᾱς
ἀγρογείτων
ἀγρόθεν
ἀγροικίᾱ
ἀγροικίζομαι
ἄγροικος
ἀγροιώτης
ἀγρόμενος
ἀγρόνδε
ἀγρονόμος
ἀγρόνομος
ἀγρός
ἀπαυθᾱδίζομαι
ἀπαυθημερίζω
ἄπαυστος
ἀπαυτομολέω
ἀπαφίσκω
ἀπέβην
View word page
ἀγρόμενος
ἀγρόμενοςep.aor.2 mid.ptcpl.seeἀγείρω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγρόμενος
Headword (normalized):
ἀγρόμενος
Headword (normalized/stripped):
αγρομενος
IDX:
6559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6560
Key:
ἀγρόμενος

Data

{'headword_display': '<b>ἀγρόμενος</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἀγρόμενος<LblR>ep.aor.2 mid.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἀγείρω </Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀγρόμενος'}