Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀγριοποιός
ἄγριος
ἀγριότης
ἀγριόφωνος
ἀγριόω
ἀγριωπός
ἀγροβάτᾱς
ἀγρογείτων
ἀγρόθεν
ἀγροικίᾱ
ἀγροικίζομαι
ἄγροικος
ἀγροιώτης
ἀγρόμενος
ἀγρόνδε
ἀγρονόμος
ἀγρόνομος
ἀγρός
ἀπαυθᾱδίζομαι
ἀπαυθημερίζω
ἄπαυστος
View word page
ἀγροικίζομαι
ἀγροικίζομαιmid.vb behave boorishlyPl. Plu.

ShortDef

to be rude and boorish

Debugging

Headword:
ἀγροικίζομαι
Headword (normalized):
ἀγροικίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αγροικιζομαι
IDX:
6556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6557
Key:
ἀγροικίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀγροικίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀγροικίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>behave boorishly</Tr><Au>Pl. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀγροικίζομαι'}