Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀγρευτικός
ἀγρεύω
ἀγρέω
ἄγρη
ἀγριαίνω
ἀγριάς
ἀγριέλαιος
ἀγριοποιός
ἄγριος
ἀγριότης
ἀγριόφωνος
ἀγριόω
ἀγριωπός
ἀγροβάτᾱς
ἀγρογείτων
ἀγρόθεν
ἀγροικίᾱ
ἀγροικίζομαι
ἄγροικος
ἀγροιώτης
ἀγρόμενος
View word page
ἀγριό-φωνος
ἀγριό-φωνοςονadjφωνή of a peopleof harshbarbarous speechOd.

ShortDef

with wild rough voice

Debugging

Headword:
ἀγριόφωνος
Headword (normalized):
ἀγριόφωνος
Headword (normalized/stripped):
αγριοφωνος
IDX:
6549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6550
Key:
ἀγριόφωνος

Data

{'headword_display': '<b>ἀγριό-φωνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀγριό-φωνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φωνή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a people</Indic><Tr>of harsh<or/>barbarous speech</Tr><Au>Od.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀγριόφωνος'}