Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀγρευτής
ἀγρευτικός
ἀγρεύω
ἀγρέω
ἄγρη
ἀγριαίνω
ἀγριάς
ἀγριέλαιος
ἀγριοποιός
ἄγριος
ἀγριότης
ἀγριόφωνος
ἀγριόω
ἀγριωπός
ἀγροβάτᾱς
ἀγρογείτων
ἀγρόθεν
ἀγροικίᾱ
ἀγροικίζομαι
ἄγροικος
ἀγροιώτης
View word page
ἀγριότης
ἀγριότηςητοςf wildness, savageryof animals or personsIsoc. Pl. X. D. Plb. Plu.

ShortDef

wildness, savageness

Debugging

Headword:
ἀγριότης
Headword (normalized):
ἀγριότης
Headword (normalized/stripped):
αγριοτης
IDX:
6548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6549
Key:
ἀγριότης

Data

{'headword_display': '<b>ἀγριότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀγριότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>wildness, savagery<Expl>of animals or persons</Expl></Tr><Au>Isoc. Pl. X. D. Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀγριότης'}