Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄγρευμα
ἀγρεύς
ἀγρευτήρ
ἀγρευτής
ἀγρευτικός
ἀγρεύω
ἀγρέω
ἄγρη
ἀγριαίνω
ἀγριάς
ἀγριέλαιος
ἀγριοποιός
ἄγριος
ἀγριότης
ἀγριόφωνος
ἀγριόω
ἀγριωπός
ἀγροβάτᾱς
ἀγρογείτων
ἀγρόθεν
ἀγροικίᾱ
View word page
ἀγρι-έλαιος
ἀγρι-έλαιοςωdial.fἐλαίᾱ wild olive treeTheoc.

ShortDef

of a wild olive

Debugging

Headword:
ἀγριέλαιος
Headword (normalized):
ἀγριέλαιος
Headword (normalized/stripped):
αγριελαιος
IDX:
6545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6546
Key:
ἀγριέλαιος

Data

{'headword_display': '<b>ἀγρι-έλαιος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀγρι-έλαιος</HL><Infl>ω</Infl><PS>dial.f</PS><Ety><Ref>ἐλαίᾱ</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>wild olive tree</Tr><Au>Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀγριέλαιος'}