Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀγραυλέω
ἄγραυλος
ἀγράφιον
ἄγραφος
ἀγρεῖος
ἀγρέτης
ἄγρευμα
ἀγρεύς
ἀγρευτήρ
ἀγρευτής
ἀγρευτικός
ἀγρεύω
ἀγρέω
ἄγρη
ἀγριαίνω
ἀγριάς
ἀγριέλαιος
ἀγριοποιός
ἄγριος
ἀγριότης
ἀγριόφωνος
View word page
ἀγρευτικός
ἀγρευτικόςή όνadjof a type of ambusheffective as a means of ensnarementX.

ShortDef

of, or skilled in, hunting

Debugging

Headword:
ἀγρευτικός
Headword (normalized):
ἀγρευτικός
Headword (normalized/stripped):
αγρευτικος
IDX:
6539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6540
Key:
ἀγρευτικός

Data

{'headword_display': '<b>ἀγρευτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀγρευτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a type of ambush</Indic><Tr>effective as a means of ensnarement</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀγρευτικός'}