Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀγοστός
ἄγρᾱ
ἄγραδε
ἀγράμματος
ἄγραπτος
ἀγραυλέω
ἄγραυλος
ἀγράφιον
ἄγραφος
ἀγρεῖος
ἀγρέτης
ἄγρευμα
ἀγρεύς
ἀγρευτήρ
ἀγρευτής
ἀγρευτικός
ἀγρεύω
ἀγρέω
ἄγρη
ἀγριαίνω
ἀγριάς
View word page
ἀγρέτης
ἀγρέτηςουmἀγείρω leaderw.gen.of an armyA.see alsoἀγρότης

ShortDef

god of the fields

Debugging

Headword:
ἀγρέτης
Headword (normalized):
ἀγρέτης
Headword (normalized/stripped):
αγρετης
IDX:
6534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6535
Key:
ἀγρέτης

Data

{'headword_display': '<b>ἀγρέτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀγρέτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ἀγείρω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>leader<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of an army</Expl></Tr><Au>A.</Au><XR>see also<Ref>ἀγρότης</Ref></XR></nS1></NE>', 'key': 'ἀγρέτης'}