Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀγορητύς
ἀγορῆφι
ἄγορος
ἀγός
ἄγος
ἀγοστός
ἄγρᾱ
ἄγραδε
ἀγράμματος
ἄγραπτος
ἀγραυλέω
ἄγραυλος
ἀγράφιον
ἄγραφος
ἀγρεῖος
ἀγρέτης
ἄγρευμα
ἀγρεύς
ἀγρευτήρ
ἀγρευτής
ἀγρευτικός
View word page
ἀγραυλέω
ἀγραυλέωcontr.vbἄγραυλος dwell in the countrysideNT. Plu.

ShortDef

to dwell in the field

Debugging

Headword:
ἀγραυλέω
Headword (normalized):
ἀγραυλέω
Headword (normalized/stripped):
αγραυλεω
IDX:
6529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6530
Key:
ἀγραυλέω

Data

{'headword_display': '<b>ἀγραυλέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀγραυλέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ἄγραυλος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>dwell in the countryside</Tr><Au>NT. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀγραυλέω'}