Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀγορητής
ἀγορητύς
ἀγορῆφι
ἄγορος
ἀγός
ἄγος
ἀγοστός
ἄγρᾱ
ἄγραδε
ἀγράμματος
ἄγραπτος
ἀγραυλέω
ἄγραυλος
ἀγράφιον
ἄγραφος
ἀγρεῖος
ἀγρέτης
ἄγρευμα
ἀγρεύς
ἀγρευτήρ
ἀγρευτής
View word page
ἄ-γραπτος
ἄ-γραπτοςονadjγραπτός of divine lawsunwrittenS.

ShortDef

unwritten

Debugging

Headword:
ἄγραπτος
Headword (normalized):
ἄγραπτος
Headword (normalized/stripped):
αγραπτος
IDX:
6528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6529
Key:
ἄγραπτος

Data

{'headword_display': '<b>ἄ-γραπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄ-γραπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γραπτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of divine laws</Indic><Tr>unwritten</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἄγραπτος'}