Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄπαστος
ἀπάτᾱ
ἀπατάω
ἀπάτερθε(ν)
ἀπατεύω
ἀπατεών
ἀπάτη
ἀπατήλια
ἀπατηλός
ἀπατητικός
ἀπατῑμάζομαι
ἀπατῑμάω
Ἀπατούρια
ἀπᾴττω
ἀπάτωρ
ἀπαυγάζομαι
ἀπαυγή
ἀπαυδάω
ἀγορή
ἀγορητής
ἀγορητύς
View word page
ἀπ-ατῑμάζομαι
ἀπατῑμάζομαιpass.vbἀπό be utterly dishonouredA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπατῑμάζομαι
Headword (normalized):
ἀπατῑμάζομαι
Headword (normalized/stripped):
απατιμαζομαι
IDX:
6509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6510
Key:
ἀπατῑμάζομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀπ-ατῑμάζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπ<hyph/>ατῑμάζομαι</HL><PS>pass.vb</PS><Ety><Ref>ἀπό</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>be utterly dishonoured</Tr><Au>A.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀπατῑμάζομαι'}