Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπάπτω
ἀπαραγγέλτως
ἀπαράγραφος
ἀπαραιρημένος
ἀπαραίτητος
ἀπαρακαλύπτως
ἀπαράκλητος
ἀπαράλλακτος
ἀπαραμῡ́θητος
ἀπαράμῡθος
ἀπαρασκεύαστος
ἀπαράσκευος
ἀπαράσσω
ἀπαρατηρήτως
ἀπαράτιλτος
ἀπαραχώρητος
ἀπάργματα
ἀπαρέσκω
ἀπαρηγόρητος
ἀπαρθένευτος
ἀπάρθενος
View word page
ἀ-παρασκεύαστος
παρασκεύαστοςονadjπαρασκευάζω of a kingunpreparedfor battleX.

ShortDef

unprepared

Debugging

Headword:
ἀπαρασκεύαστος
Headword (normalized):
ἀπαρασκεύαστος
Headword (normalized/stripped):
απαρασκευαστος
IDX:
6466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6467
Key:
ἀπαρασκεύαστος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-παρασκεύαστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>παρασκεύαστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>παρασκευάζω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a king</Indic><Tr>unprepared<Expl>for battle</Expl></Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀπαρασκεύαστος'}