Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἁπαξός
ἀπᾱ́ορος
ἀπαπαῖ
ἄπαππος
ἀπάπτω
ἀπαραγγέλτως
ἀπαράγραφος
ἀπαραιρημένος
ἀπαραίτητος
ἀπαρακαλύπτως
ἀπαράκλητος
ἀπαράλλακτος
ἀπαραμῡ́θητος
ἀπαράμῡθος
ἀπαρασκεύαστος
ἀπαράσκευος
ἀπαράσσω
ἀπαρατηρήτως
ἀπαράτιλτος
ἀπαραχώρητος
ἀπάργματα
View word page
ἀ-παράκλητος
παράκλητοςονadj not summonedvolunteeringto join an armyTh.

ShortDef

unsummoned, volunteering

Debugging

Headword:
ἀπαράκλητος
Headword (normalized):
ἀπαράκλητος
Headword (normalized/stripped):
απαρακλητος
IDX:
6462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6463
Key:
ἀπαράκλητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-παράκλητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ<hyph/>παράκλητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Def>not summoned</Def><Tr>volunteering<Expl>to join an army</Expl></Tr><Au>Th.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀπαράκλητος'}