Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπαξιόω
ἁπαξός
ἀπᾱ́ορος
ἀπαπαῖ
ἄπαππος
ἀπάπτω
ἀπαραγγέλτως
ἀπαράγραφος
ἀπαραιρημένος
ἀπαραίτητος
ἀπαρακαλύπτως
ἀπαράκλητος
ἀπαράλλακτος
ἀπαραμῡ́θητος
ἀπαράμῡθος
ἀπαρασκεύαστος
ἀπαράσκευος
ἀπαράσσω
ἀπαρατηρήτως
ἀπαράτιλτος
ἀπαραχώρητος
View word page
ἀπαρακαλύπτως
ἀπαρακαλύπτωςadvπαρακαλύπτω without concealmentopenlyref. to asking questions, associating w. someonePl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπαρακαλύπτως
Headword (normalized):
ἀπαρακαλύπτως
Headword (normalized/stripped):
απαρακαλυπτως
IDX:
6461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6462
Key:
ἀπαρακαλύπτως

Data

{'headword_display': '<b>ἀπαρακαλύπτως</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>ἀπαρακαλύπτως</HL><PS>adv</PS><Ety><Ref>παρακαλύπτω</Ref></Ety></vHG> <advS1><Def>without concealment</Def><Tr>openly</Tr><ModVb>ref. to asking questions, associating w. someone<Au>Pl.</Au></ModVb></advS1></AdvE>', 'key': 'ἀπαρακαλύπτως'}