Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπαμβλῡ́νω
ἀπαμείβομαι
ἀπαμείρω
ἀπαμελέομαι
ἀπαμμένος
ἀπαμπλακεῖν
ἀπαμῡ́νω
ἀπαμφίζω
ἀπαναγκάζομαι
ἀπαναίνομαι
ἀπαναισχυντέω
ἀπανᾱλίσκω
ἀπανδρόομαι
ἀπάνευθε(ν)
ἀπανθέω
ἀπανθίζω
ἀπανθρακίζω
ἀπάνθρωπος
ἀπανίστημι
ἁπανταχοῖ
ἁπανταχοῦ
View word page
ἀπ-αναισχυντέω
ἀπαναισχυντέωcontr.vb behave shamelesslyPl. D.

ShortDef

to have the effrontery to do

Debugging

Headword:
ἀπαναισχυντέω
Headword (normalized):
ἀπαναισχυντέω
Headword (normalized/stripped):
απαναισχυντεω
IDX:
6428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6429
Key:
ἀπαναισχυντέω

Data

{'headword_display': '<b>ἀπ-αναισχυντέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπ<hyph/>αναισχυντέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>behave shamelessly</Tr><Au>Pl. D.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀπαναισχυντέω'}