Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἁπαλότης
ἁπαλοτρεφής
ἁπαλόχρως
ἁπαλῡ́νω
ἀπαμάω
ἀπαμβλίσκω
ἀπαμβλῡ́νω
ἀπαμείβομαι
ἀπαμείρω
ἀπαμελέομαι
ἀπαμμένος
ἀπαμπλακεῖν
ἀπαμῡ́νω
ἀπαμφίζω
ἀπαναγκάζομαι
ἀπαναίνομαι
ἀπαναισχυντέω
ἀπανᾱλίσκω
ἀπανδρόομαι
ἀπάνευθε(ν)
ἀπανθέω
View word page
ἀπαμμένος
ἀπαμμένοςIon.pf.pass.ptcpl.seeἀφάπτω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπαμμένος
Headword (normalized):
ἀπαμμένος
Headword (normalized/stripped):
απαμμενος
IDX:
6422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-6423
Key:
ἀπαμμένος

Data

{'headword_display': '<b>ἀπαμμένος</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἀπαμμένος<LblR>Ion.pf.pass.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἀφάπτω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀπαμμένος'}